- γιόμιση
- η :
η γιόμιση τού φεγγαριού — полнолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η γιόμιση τού φεγγαριού — полнолуние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιόμιση — και γιόμωση, η βλ. γέμιση … Dictionary of Greek